- στοματολόγος
- [стоматологос] ουσ. а. стоматолог,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στοματολόγος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στη στοματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatologist (< στόμα, ατoς + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek